βιαιοτέρου

βιαιοτέρου
βίαιος
forcible
masc/neut gen comp sg
βίαιος
forcible
masc/neut gen comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιωθώ — έω, Α 1. σπρώχνω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. παθ. περιωθοῡμαι α) αποδιώχνομαι από μια θέση, εκτοπίζομαι («ἀσθενὲς ὂν περιωθεῑται ὑπὸ τοῡ βιαιοτέρου», Διον. Αλ.) β) αποβάλλομαι, εξορίζομαι γ) μτφ. χάνω την εύνοια κάποιου, περιφρονούμαι («μὴ τοῑς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”